αρκοσόλιο

αρκοσόλιο
(arcosolium). Όρος που προέρχεται από τις λατινικές λέξεις arcus (= αψίδα) και solium (= θρόνος βασιλικός, κρεβάτι και αργότερα σαρκοφάγος). Το α. είναι υπόγειος ιδιωτικός τάφος των πρώτων χριστιανικών χρόνων, που η προέλευσή του ξεκινά από τα μνημεία της κλασικής και της ανατολικής αρχαιότητας. O τάφος ήταν λαξευμένος στα τοιχώματα της κατακόμβης σε σχήμα λάρνακας. Εκεί έθαβαν τον νεκρό. Πάνω από τη λάρνακα υπήρχε τόξο, συνήθως διακοσμημένο. O τάφοι αυτοί είχαν πολλές φορές, σε βάθος, δύο ή περισσότερες λάρνακες. Δηλαδή τα α. ήταν μονόσωμα, δίσωμα ή και πολύσωμα. Ο τύπος του τάφου αυτού ήταν συνηθισμένος στα υπόγεια νεκροταφεία της Ελλάδας. Τύπος αρκοσόλιου στεγασμένου με τόξο, που βρίσκεται σε μια κατακόμβη της Ρώμης.
* * *
το (AM ἀρκοσόλιον)
1. βασιλικός θρόνος
2. νεκρικό κρεβάτι, σαρκοφάγος
3. ονομασία μνημείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < arcus «τόξο, αψίδα» + solium «βασιλικός θρόνος, νεκρικό κρεβάτι». Η λ. είναι λατινική και αναφέρεται κυρίως στους αψιδωτούς χριστιανικούς τάφους των κατακομβών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”